- λιμνοφίλη
- η1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες2. ζωολ. γένος νηματόκερων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας limnobiidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnophila < limno- (< λίμνη) + -phila (< φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.